- κατανοητικός
- -ή, -ό (Α κατανοητικός, -ή, -όν) [κατανοώ]αυτός που αντιλαμβάνεται κάτι εύκολα, ο έξυπνοςνεοελλ.αυτός που δείχνει συγκατάβαση, που καταλαβαίνει και σέβεται τα προβλήματα τού άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατανοητικός — observant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανοητικόν — κατανοητικός observant masc acc sg κατανοητικός observant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανοητικώτατον — κατανοητικός observant masc acc superl sg κατανοητικός observant neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανοητική — κατανοητικός observant fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανοητικήν — κατανοητικός observant fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανοητικώτερος — κατανοητικός observant masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ՀԱՍԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0050 Chronological Sequence: 6c, 8c ա. καταληπτέος, κατανοητικός . Հասու լինելի մտօք, կամ արժանի հասու լինելոյ. եւ Բաւական ʼի հասու լինել. *Զմարդկային զմիտսն ʼի վեր հանել, եւ տպաւորեաց ընդ հասական իմանալի զօրութիւնս: Զանազանեալ են… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)